βαρβιτουρικά

βαρβιτουρικά
Συνθετικά παράγωγα της μηλονυλουρίας, με υπνωτικές ιδιότητες. Στον οργανισμό τα β. καταστέλλουν τις λειτουργίες του κεντρικού νευρικού συστήματος και όταν χρησιμοποιούνται σε κατάλληλες δόσεις προκαλούν βαθύ και ήσυχο ύπνο. Μερικά από αυτά έχουν ισχυρή αντισπασμωδική ενέργεια και γι’ αυτό χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική αγωγή των διαφόρων κλινικών μορφών της επιληψίας. Ο αριθμός των β. που κυκλοφορούν στο εμπόριο είναι μεγάλος· από τα πιο γνωστά, για την υπνωτική τους κυρίως δράση, είναι η διαιθυλομηλονυλουρία, από τα χρησιμοποιούμενα ως αντιεπιληπτικά η φαινυλαιθυλομηλονυλουρία και εκείνα που έχουν ναρκωτικές κυρίως ιδιότητες. Τα β., χάρη στην ιδιότητά τους να επιφέρουν νάρκωση, χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην αναισθησιολογία· συνήθως χορηγούνται ενδοφλεβίως για να επιτευχθεί βαθιά και πλήρης αναισθησία ή ενδομυϊκως ή διά του ορθού πριν από την κυρίως αναισθησία με το σκοπό να προετοιμαστεί, να ηρεμήσει δηλαδή ο ασθενής πριν οδηγηθεί στο χειρουργείο. βαρβιτουρισμός. Οξεία ή χρόνια δηλητηρίαση, που οφείλεται σε υπερβολική ή για πολύ καιρό λήψη β., οπότε προκαλούνται νευρολογικές διαταραχές και διαταραχές του χαρακτήρα, που φτάνουν μέχρι τις ψευδαισθήσεις και το κώμα. Η θεραπευτική αγωγή της δηλητηρίασης εξαρτάται από τη βαρύτητα της κατάστασης αυτού που πάσχει και αποσκοπεί γενικά στην απομάκρυνση του β. από τον οργανισμό (πλύση στομάχου, εάν έχει ληφθεί από το στόμα), στη διατήρηση της αναπνευστικής λειτουργίας (τεχνητή αναπνοή, χορήγηση οξυγόνου κ.ά.) και στην αντιμετώπιση της κυκλοφορικής ανεπάρκειας. Αφού ξεπεραστεί η οξεία δηλητηρίαση παραμένει, μερικές φορές για εβδομάδες, μια κατάσταση μεγάλης εξασθένησης.
* * *
τα
οργανικές χημικές ενώσεις που χρησιμοποιούνται στην ιατρική ως κατευναστικά, υπνωτικά ή βοηθητικά της νάρκωσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …   Dictionary of Greek

  • δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες …   Dictionary of Greek

  • θεοφυλλίνη — Ονομασία της 1,3–διμεθυλοξανθίνης, χημικής ένωσης που είναι ισομερής προς τη θεοβρωμίνη. Αποτελείται από άχρωμους κρυστάλλους, έχει σημείο τήξης 264°C, βρίσκεται στα φύλλα του τσαγιού, αλλά παρασκευάζεται και συνθετικά. Η θ. είναι διεγερτικό του… …   Dictionary of Greek

  • κώμα — Παθολογική κατάσταση κατά την οποία επέρχεται απώλεια της συνείδησης, της εθελουσίας κινητικότητας και της αισθητικότητας, ενώ διατηρούνται οι λειτουργίες του νευροφυτικού συστήματος. Ο ασθενής δεν αντιδρά ακόμη και σε έντονη διέγερση. Το κ.… …   Dictionary of Greek

  • μεθαδόνη — Συνθετικό ναρκωτικό της ομάδας των οπιούχων, στην οποία ανήκει η ηρωίνη και η μορφίνη. Είναι γνωστή και ως δολοφίνη και αποτελεί ψυχοτρόπο φάρμακο, καθώς επηρεάζει την αναθρώπινη συμπεριφορά. Η μ. χρησιμοποιείται για την ανακούφιση του χρόνιου… …   Dictionary of Greek

  • ναρκοανάλυση — Μέθοδος ψυχοθεραπείας, η οποία, με τη χορήγηση υπνωτικών σε κατάλληλες δόσεις, τείνει να διευκολύνει την ψυχανάλυση του ασθενούς και την απελευθέρωση από το υποσυνείδητο του αναμνήσεων σημαντικού συναισθηματικού φορτίου. Για τον σκοπό αυτό… …   Dictionary of Greek

  • οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… …   Dictionary of Greek

  • πικροτοξίνη — η, Ν (φαρμ.) πολύ τοξική ουσία που περιέχεται στους καρπούς τού φυτού Αmamirta cocculus και χρησιμοποιείται ως αντίδοτο στις δηλητηριάσεις από βαρβιτουρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. picrotoxine (< πικρ(ο) * + τοξίνη*). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • στρυχνίνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στα σπέρματα του στρύχνου του Ιγνατίου (strychnos ignatii) και του Στρύχνου του εμετικού (strychnos nuxvomica). Η δράση της σ. ασκείται εκλεκτικά επί του νωτιαίου μυελού, στο μηχανισμό μετάδοσης των ανακλαστικών με την… …   Dictionary of Greek

  • τέτανος — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”